- νούντσιος
- οδιπλωματικός αντιπρόσωπος (πρεσβευτής) του πάπα σε ξένο κράτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νούντσιος — ο αξιωματούχος τού Βατικανού που είναι διπλωματικός αντιπρόσωπος τού πάπα διαπιστευμένος στην κυβέρνηση ενός κράτους που διατηρεί επίσημες σχέσεις με την Αγία Έδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nunzio < λατ. nuntius «άγγελος, απεσταλμένος»] … Dictionary of Greek
νούντσιος, αποστολικός — Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις,… … Dictionary of Greek
ιντερνούντσιος — Παπικός εκπρόσωπος, ο οποίος, σύμφωνα με απόφαση του 1815, έχει διπλωματικό βαθμό δεύτερης τάξης. Γενικά, ο ι. είναι αποσπασμένος στις αποστολές του Βατικανού στο εξωτερικό, όπου εκτελεί προσωρινά καθήκοντα νούντσιου, δηλαδή πρεσβευτή. * * * ο… … Dictionary of Greek
λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… … Dictionary of Greek
πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… … Dictionary of Greek